όμωρος

όμωρος
ὅμωρος, -ον (Α)
φρ. «ὅμωρος ἄρτος» — είδος άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομορίτας — ὁμορίτας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ἐκ πυροῡ διηττημένου γεγονώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὅμωρος* «είδος άρτου»] …   Dictionary of Greek

  • όμουρα — ὅμουρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὅμωρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”